Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ὅσος δή

  • 1 сколько-нибудь

    (αντων. κ. επίρ.)
    όσο• όσος, -η, -ο ή όσοι, όσες, όσα• μια ποσότητα, όσο να είναι. || όσο, ως ένα βαθμό• λίγο-πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > сколько-нибудь

  • 2 что

    чего, чему, чем, о чём αντων.
    1. (ερωτηματική)• τι•

    что мне теперь сделать? τι να κάνω τώρα;•

    что случилось? τι συνέβηκε;•

    что вы сказали? τι είπατε;•

    что нового? τι νέα;•

    о чём вы говорите? για τι μιλάτε; (περί τίνος μιλάτε;)• о чём вы думаете? τι σκέπτεστε;•

    что это такое? τι ειν αυτό;•

    ну что? λοιπόν τι;

    2. (αναφ.) αυτό που, αυτό το οποίο• ό,τι•

    я знаю что вы хотите ξέρω, τι θέλετε•

    я знаю, о чём думаете ξέρω, τι σκέπτεστε•

    я вам прочту что вы хотите θα σας διαβάσω ό,τι εσείς θέλετε.

    3. (αναφ.) οποίος, -α, -ο• που•

    книга, что лежит на столе το βιβλίο, που είναι πάνω στο τραπέζι•

    то, что... αυτό, που...• я вижу то, что лежит на столе βλέπω αυτό, που είναι πάνω στο τραπέζι.

    4. γιατί•

    что вы такой грустный? γιατί είστε έτσι θλιμμένος;•

    что вы так долго не спите? γιατί τόση ώρα δεν κοιμάστε;•

    а что? και γιατί;

    5. επίρ. πόσο, τι•

    стоит эта книга? πόσο κοστίζει αυτό το βιβλίο.

    || πόσος, -η, -ο•

    что денег истрачено!πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν!•

    что сил истрачено! πόσες δυνάμεις ξοδεύτηκαν! (πάνε χαμένες!).

    || όσος, -η, -ο•

    что было у меня сил όσες δυνάμεις είχα.

    6. κάτι (τι), τίποτε•

    если что знаешь, так скажи αν ξέρεις κάτι τι, πες το•

    что чуть, в случае чего, бегите за мной σε περίπτωση που συμβεί κάτι, τρέξτε σε μένα.

    7. τι•

    что за шум? τι θόρυβος είναι αυτός;•

    что толку; что пользы; что хорошето τι νόημα, τι όφελος, τι το καλό.

    8. ό,τι•

    всего что я знал, рассказал отцу όλα όσα ήξερα,τα είπα στον πατέρα.

    || ο οποίος, -α, -ο•

    старая черешня что посажена дедушкой η παλαιά κερασιά, που την είχε φυτέψει ο παππούς.

    εκφρ.
    а -? – και τι;•
    до чего... – α) εξαιρετικά•
    до чего хорош! – εξαιρετικά καλός (εξαίσιος), β) ως που, σε τι (ποιόν) βαθμό•
    до чего ты меня довл – σε τι βαθμό (κατάσταση) με έφερες ή με κατάντησες!•
    к чему – γιατί, προς τι, για ποιο λόγο ή σκοπό•
    не к чему – δεν έχει κανένα νόημα, δε χρειάζεται, σε τίποτε δεν ωφελεί•
    ни к чему – (ως κατηγ.)• δε χρειάζομαι•
    тебе, мальчик, домой уйти, а здесь ты ни к чему – εσύ, μικρέ, να πας στο σπίτι, εδώ εσύ δε χρειάζεσαι•
    с чего – από τι, από που και ως που, για ποιο λόγο, γιατί, που βασιζόμενος•
    ни за что – σε καμιά περίπτωση, με κανένα λόγο•
    ни за что и ни за что ни про что – τελείως άδικα, άδικα των αδίκων, στα χαμένα, μάταια• (уж) на что τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθμό•
    хоть бы что – (ως κατηγ.) είναι τελείως αδιάφορο•
    чего-чего, а... – βρε, τι είν αυτό... что ли (ль) τι, μήπως•
    что бы ни.... – όλο, οποιοδήποτε•
    что бы... – είθε, μακάρι, άμποτε•
    что ты (вы)! – (για θαυμασμό, φόβο) τι λες (λέτε)! (ну) что ж (же) (ενδοτικό) λοιπόν, τι (να γίνει), άλλος δρόμος δεν υπάρχει,παρά να... что (это) за α) τι είν αυτό•
    что это за бумаги – τι χαρτιά είν αυτά. β) τι• (για θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ.) что за день сегодня! τι μέρα σήμερα!•
    что за здание! – τι (ωραίο) κτίριο!•
    что говорить – τι να πεις (είναι καλό, σωστό, άμεμπτο)•
    что ни (на) есть – ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει (όλα παντελώς)•
    чем не – και τι δεν έχει για, τι δεν ταιριάζει για... чем он не учный? τι έχει αυτός, που δεν του ταιριάζει για επιστήμονας;•
    во что бы то ни стало – οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο•
    ни во что не ставить ή считать – δεν τον έχω, θεωρώ για τίποτε•
    ни с чем уйти (остаться, вернуть(ся) – φεύγω, μένω, επιστρέφω με αδεινά τα χέρια (άπρακτος).
    ειδ. σύνδ.
    1. ότι, πως•

    я знаю что это правда ξέρω ότι αυτό είναι αλήθεια•

    говорят, что он болен λένε πως αυτός είναι άρρωστος.

    2. ότι, που•

    я счастлив что вас вижу είμαι ευτυχής που σας βλέπω.

    3. όπως, σαν.
    4. χρον. σύνδ. παλ. μόλις, ευθύς, άμα.
    5. σύνδ. διαχωριστικός• τι..., τι...• что в городе, что в деревне что одно и тоже τι στην πόλη, τι στο χωριό что ένα, και το ίδιο.
    6. μόριο (στα λαϊκά τραγούδια)• τι• (στην αρχή του στίχου).
    εκφρ.
    только и..., что – αποκλειστικά, μόνο (ότι).

    Большой русско-греческий словарь > что

  • 3 Big

    adj.
    P. and V. μέγας.
    Spacious: P. and V. μακρός, εὐρς.
    Very big: P. ὑπερμεγεθής, Ar. πέρμεγας.
    Fat: P. and V. εὐτραφής, Ar. and P. παχς.
    Talk big: see Boast.
    How big: interrog., P. and V. πόσος, A. and P. πηλκος; indir., P. and V. ὅσος, ὁπόσος.
    So big: P. and V. τοσοῦτος, τοσόσδε, P. τηλικοῦτος, τηλικόσδε, V. τόσος (rare P.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Big

  • 4 Great

    adj.
    P. and V. μέγας.
    So great: P. and V. τοσοῦτος, τοσόσδε, P. τηλικοῦτος, τηλικόσδε, V. τόσος (rare P.).
    How great, interrog.: P. and V. πόσος, Ar. and P. πηλκος; indirect.: P. and V. ὅσος, ὅποσος.
    Abundant: P. and V. πολύς, ἄφθονος.
    Long: P. and V. μακρός.
    Broad: P. and V. εὐρύς.
    Important: P. ἀξιόλογος. διάφορος, P. and V. μέγιστος.
    Noble: P. and V. γενναῖος, εὐγενής (Plat. and Thuc.).
    Powerful: P. and V. δυνατός, Ar. and V. μεγασθενής.
    Famous: P. and V. εὔδοξος, περίβλεπτος, διαπρεπής, ἐκπρεπής, ὀνομαστός, λαμπρός, ἐπσημος, P. ἀξιόλογος, ἐπιφανής, εὐδόκιμος, ἐλλόγιμος, Ar. and V. κλεινός (also Plat. but rare P.), V. εὐκλεής; see Famous.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Great

  • 5 How

    adv.
    Interrogative: P. and V. πῶς; τίνα τρόπον; τνι τρόπῳ; ποίῳ τρόπῳ; P. πῆ;
    Indirect: P. and V. ὅπως, ὅπη, ὡς, ᾗ, ὅτῳ τρόπῳ.
    Exclamatory: P. and V. ὡς.
    Somehow: see Somehow.
    How much or how great, interrog. adj.: P. and V. πόσος.
    Indirect: P. and V. ὅσος, ὅποσος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > How

  • 6 Large

    adj.
    P. and V. μέγας.
    Abundant: P. and V. πολύς, ἄφθονος.
    Long: P. and V. μακρός.
    Broad: P. and V. εὐρύς.
    So large: P. and V. τοσοῦτος, τοσόσδε, P. τηλικοῦτος, τηλικόσδε, V. τόσος (rare P.).
    How large? P. and V. πόσος, Ar. and P. πηλκος.
    Indirect: P. and V. ὅσος, ὅποσος.
    At large: use adj., P. and V. φετος, νειμένος.
    Range at large: P. ἄφετος νέμεσθαι (Plat., Rep. 498C).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Large

  • 7 Much

    adj.
    P. and V. πολύς, Ar. and P. συχνός.
    Abundant: P. and V. ἄφθονος; see Abundant.
    Frequent: P. and V. πυκνός.
    Countless: V. μυρίος (also Plat. but rare P.).
    So much: P. and V. τοσοῦτος, τοσόσδε, V. τόσος (rare P.).
    How much, interrog.: P. and V. πόσος; indirect; P. and V. ὅσος, ὅποσος.
    Too much: P. and V. περισσός; see Excessive.
    Twice as much: V. δὶς τόσος; see Twice.
    Four times as much: P. τετράκις τοσοῦτος (Plat., Meno. 83B).
    ——————
    adv.
    P. and V. πολύ, Ar. and V. πολλά.
    Exceedingly: P. and V. σφόδρα, Ar. and V. κάρτα (rare P.).
    With comparatives: P. and V. πολύ, πολλῷ.
    Too much: see Excessively.
    Make much of, consider important, v.: P. περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι (acc.); see Value.
    Make much of ( a person): Ar. and P. θεραπεύειν (acc.); see Flatter.
    So much: P. and V. τοσοῦτον, τοσοῦτο, τοσόνδε.
    With comparatives: P. and V. τόσῳ (rare P.), τοσούτῳ, τοσῷδε.
    So much for that: P. and V. τοιαῦτα μὲν δὴ ταῦτα, P. ταῦτα μὲν οὖν οὕτω, περὶ τούτων τοσαῦτα εἰρήσθω, Ar. καὶ ταῦτα δὴ ταῦτα, V. τούτων μὲν οὕτως, τοιαῦτα μὲν τάδʼ ἐστί.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Much

См. также в других словарях:

  • ὅσος — as great as masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όσος — η, ο (ΑΜ ὅσος, η, ον, Α επικ. ὅσσος, αιολ., λεσβ. τ. ὄσσος, κρητ. τ. ὄζος, και σε επιγρ. ὄττος, η, ον) (αναφ. αντων.) 1. ίδιος κατά ποσότητα, πλήθος, αριθμό, βάρος, χρονική διάρκεια, απόσταση, ισχύ κ.λπ. με κάποιον άλλο (α. «έχω τόσα χρήματα όσα… …   Dictionary of Greek

  • όσος — η, ο αντων. αναφ. 1. τόσο μεγάλος ή πολύς: Του έδωσα όσα ζήτησε. 2. οποιοσδήποτε σε μέγεθος, ποσό, ένταση: Να μην κλαις, ο καημός σου όσος και να ναι (Μαβίλης). 3. όλος, ολόκληρος: Όσα είχα τα έχασα. 4. φρ., «όσα όσα», σε οποιαδήποτε τιμή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὅσα — ὅσος as great as neut nom/voc/acc pl ὅσᾱ , ὅσος as great as fem nom/voc/acc dual ὅσᾱ , ὅσος as great as fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅσσα — ὅσος as great as neut nom/voc/acc pl (epic) ὅσσᾱ , ὅσος as great as fem nom/voc/acc dual (epic) ὅσσᾱ , ὅσος as great as fem nom/voc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅσαι — ὅσος as great as fem nom/voc pl ὅσᾱͅ , ὅσος as great as fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅσον — ὅσος as great as masc acc sg ὅσος as great as neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅσοσπερ — ὅσος , ὅσος as great as masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅσσαι — ὅσος as great as fem nom/voc pl (epic) ὅσσᾱͅ , ὅσος as great as fem dat sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅσσον — ὅσος as great as masc acc sg (epic) ὅσος as great as neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅσσων — ὅσος as great as fem gen pl (epic) ὅσος as great as masc/neut gen pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»